ἁδέα

ἁδέα
ἁ̱δέα , ἡδύς
pleasant
masc/fem acc sg (doric)
ἁ̱δέα , ἡδύς
pleasant
neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic)
ἁ̱δέᾱ , ἡδύς
pleasant
fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic)
ἁ̱δέα , ἡδύς
pleasant
fem nom/voc sg (epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀδεᾶ — ἀδεής fearless neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἀδεής fearless masc/fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅδεα — ἅδος satiety neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… …   Dictionary of Greek

  • Ευρυδίκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Δρυάδες νύμφες ή κόρη του Απόλλωνα, σύζυγος του κιθαρωδού Ορφέα. Η Ε. πέθανε από δάγκωμα φιδιού, αλλά ο απαρηγόρητος σύζυγός της κατόρθωσε με το τραγούδι του να συγκινήσει τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”